- τσητώνω
- και τσιτώνω Ν1. τεντώνω2. μτφ. αναγκάζω, πιέζω κάποιον να εντείνει τις προσπάθειές του («τόν τσήτωσαν στη δουλειά»)3. φρ. «τήν τσήτωσε»(ενν. την κοιλιά του) έφαγε πάρα πολύ, φούσκωσε.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσήτα. Κατ' άλλη άποψη, το ρ. έχει προέλθει από το αρχ. τιταίνω ή από συμφυρμό τών τιταίνω και τεντώνω].
Dictionary of Greek. 2013.