τσητώνω

τσητώνω
και τσιτώνω Ν
1. τεντώνω
2. μτφ. αναγκάζω, πιέζω κάποιον να εντείνει τις προσπάθειές του («τόν τσήτωσαν στη δουλειά»)
3. φρ. «τήν τσήτωσε»
(ενν. την κοιλιά του) έφαγε πάρα πολύ, φούσκωσε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσήτα. Κατ' άλλη άποψη, το ρ. έχει προέλθει από το αρχ. τιταίνω ή από συμφυρμό τών τιταίνω και τεντώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τσήτωμα — και τσίτωμα, το, Ν [τσητώνω / τσιτώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσητώνω …   Dictionary of Greek

  • τσητωτός — και τσιτωτός, ή, ό, Ν [τσητώνω /τσιτώνω] τεντωμένος, τσητωμένος …   Dictionary of Greek

  • τσιτώνω — Ν βλ. τσητώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”